- θεσπεσίως
- θεσπέσιοςdivinely sounding: adverbialθεσπέσιοςdivinely sounding: masc acc pl (doric )θεσπέσιοςdivinely sounding: adverbialθεσπέσιοςdivinely sounding: masc /fem acc pl (doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
θεσπεσίως — θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc acc pl (doric) θεσπέσιος divinely sounding adverbial θεσπέσιος divinely sounding masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσπέσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Διακρίθηκε για τη χριστιανική δράση του. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και βωμούς και γι’ αυτό φυλακίστηκε και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό επί Αλεξάνδρου Σεβήρου. Η… … Dictionary of Greek